μηνυτήρ

μηνυτήρ
μηνυτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. αυτός που παρέχει πληροφορίες
2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῑς», Ευρ.)
3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κωλυ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηνυτῆρ' — μηνῡτῆρα , μηνυτήρ informer masc acc sg μηνῡτῆρι , μηνυτήρ informer masc dat sg μηνῡτῆρε , μηνυτήρ informer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • μηνυτήριος — α, ο αυτός που περιέχει μήνυση ή αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές («μηνυτήρια αναφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνυτήρ. Η λ. στον πληθ. ουδ. μηνυτήρια, μαρτυρείται από το 1856 στον Ερμ. Λούντζη] …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • μηνυτῆρος — μηνῡτῆρος , μηνυτήρ informer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”